- επιβρόντητος
- ἐπιβρόντητος, -ον (Α) [επιβροντώ]εμβρόντητος, σαστισμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιβρόντητος — frantic masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑπιβρόντητος — ἐπιβρόντητος , ἐπιβρόντητος frantic masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)